Ο γενικός όρος υποθυρεοειδισμός δηλώνει ανεπαρκή λειτουργία του θυρεοειδούς αδένα και ελάττωση των θυρεοειδικών ορμονών στο αίμα.
Στις περισσότερες περιπτώσεις ο υποθυρεοειδισμός συμβαδίζει με ατροφία του αδένα, υπάρχουν όμως και περιπτώσεις στις οποίες ο αδένας είναι διογκωμένος λόγω διήθησης ή λόγω υπερβολικής διέγερσης από την TSH (θυρεοειδοτρόπος ορμόνη της πρόσθιας υπόφυσης).
Η κλινική εικόνα της έλλειψης των θυρεοειδικών ορμονών είναι διαφορετική σε διάφορες περιόδους της ζωής του ατόμου.
Η ανεπάρκεια των θυρεοειδικών ορμονών στην ενδομήτρια ζωή και στη νεογνική ηλικία έχει δυσμενή επίπτωση στην ωρίμανση του εγκεφάλου και στη σωματική αύξηση και ανάπτυξη.
Στην παιδική ηλικία παρατηρείται καθυστέρηση σωματικής αύξησης, ενώ στους ενήλικες παρατηρείται γενική επιβράδυνση των ζωτικών λειτουργιών.
Συνήθως απαιτείται θεραπεία με L-θυροξίνη (διατίθεται σε χάπι) εφ’ όρου ζωής.
Η L-θυροξίνη παρέχει σταθερότερη βιοδιαθεσιμότητα σε σύγκριση με άλλα σκευάσματα (Τ3, συνδυασμός Τ3 + Τ4) τα οποία παρουσιάζουν σημαντικά μειονεκτήματα. Ειδικότερα σε ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία με Τ3 εμφανίζονται μεγαλύτερες ημερήσιες διακυμάνσεις στα επίπεδα Τ3 στον ορό ενώ τα επίπεδα Τ4 παραμένουν χαμηλά, με συνέπεια κατά τον εργαστηριακό έλεγχο να υποτιμάται η επάρκεια αγωγής.